χρεμετισμός

χρεμετισμός
χρεμετ-ισμός, , = foreg., Ar.Eq.553(lyr.), LXX Am.6.7: pl., D.H.Comp.16, Placit.4.19.1:— hence,
2 of any loud noise, thunder, Thd.Jb.39.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρεμετισμός — thunder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμός — ο, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα αρχ. μτφ. ισχυρός κρότος, ιδίως η βροντή …   Dictionary of Greek

  • χρεμετισμός — ο η ενέργεια του χρεμετίζω, το χλιμίντρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεμετισμοῖς — χρεμετισμός thunder masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμοί — χρεμετισμός thunder masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμοῦ — χρεμετισμός thunder masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμούς — χρεμετισμός thunder masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμῶν — χρεμετισμός thunder masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμῷ — χρεμετισμός thunder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετισμόν — χρεμετισμός thunder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”